- υστεροφημία
- η добрая память о покойнике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑστεροφημία — ὑστεροφημίᾱ , ὑστεροφημία posthumous fame fem nom/voc/acc dual ὑστεροφημίᾱ , ὑστεροφημία posthumous fame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεροφημία — η / ὑστεροφημία, ΝΑ μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φημία (< φημος < φήμη), πρβλ. κακο φημία] … Dictionary of Greek
υστεροφημία — η η καλή φήμη για κάποιον μετά το θάνατό του, η μεταθανάτια δόξα: Eνδιαφέρεται για την υστεροφημία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστεροφημίας — ὑστεροφημίᾱς , ὑστεροφημία posthumous fame fem acc pl ὑστεροφημίᾱς , ὑστεροφημία posthumous fame fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροφημίαν — ὑστεροφημίᾱν , ὑστεροφημία posthumous fame fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek